- Βάλβης, Δημήτριος
- (Μεσολόγγι 1814 – Αθήνα 1892). Δικαστικός και νομομαθής. Έφηβος ακόμη, δοκίμασε τα δεινά της πολιορκίας του Μεσολογγίου, το οποίο μπόρεσε τελικά να εγκαταλείψει και να διαφύγει με τη βοήθεια της μητέρας του στο νησάκι Κάλαμος του Ιονίου. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο, στο σπίτι του θείου του Σπυρίδωνα Β., όπου και διδάχτηκε τα ελληνικά γράμματα από τον εφημέριο της ελληνικής εκκλησίας της πόλης. Όταν ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, ο θείος του τον έστειλε στην Πίζα, όπου σπούδασε νομικά και ανακηρύχθηκε διδάκτορας. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε αντεισαγγελέας πρωτοδικών και προσέφερε για πενήντα ολόκληρα χρόνια τις πολύτιμες υπηρεσίες του στον δικαστικό κλάδο. Το κύρος του και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του επιβραβεύτηκαν και τυπικά, όταν το 1872 ανακηρύχτηκε πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Ο ρόλος του Β. στην κατοχύρωση της ομαλής λειτουργίας του συνταγματικού πολιτεύματος υπήρξε αποφασιστικός, κυρίως με αφορμή το θέμα της ποινικής δίωξης της κυβέρνησης του Βούλγαρη που είχε ανακύψει το 1875, από τον Χαρίλαο Τρικούπη. Ο Β. αποφάνθηκε τότε ότι δεν υπήρχε λόγος που να στοιχειοθετεί την κατηγορία της αντιποίησης της αρχής από τον Βούλγαρη και εισηγήθηκε την αναστολή της εκδίκασης της υπόθεσης, που στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε οριστικά. Όταν πάλι τον Απρίλιο του 1886 παραιτήθηκε η κυβέρνηση του Θεόδωρου Δεληγιάννη, ο Β., ύστερα από σχετική παράκληση του βασιλιά Γεωργίου, σχημάτισε υπηρεσιακή κυβέρνηση που έδωσε μετά από λίγες μέρες ψήφο εμπιστοσύνης στον Χαρίλαο Τρικούπη. Ο τελευταίος μάλιστα εισηγήθηκε στον βασιλιά την απονομή στον Β. του Μεγαλόσταυρου του Σωτήρα για τη μακρόχρονη προσφορά του στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και μάλιστα σε μια περίοδο ιδιαίτερα κρίσιμη για την αποδοτική λειτουργία των πολιτικών του θεσμών.
Dictionary of Greek. 2013.